- καλαντάρι
- καλαντάρι, το και καλεντάρι, το(λ. λατ.), ημερολόγιο: Κοίταξε στο καλαντάρι πότε πέφτει το Πάσχα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
καλαντάρι — και καλενδάρι, τὸ (Α καλενδάριον και καλανδάρι και καλενδάριον και καλανδολόγιον) νεοελλ. ημερολόγιο, ημεροδείκτης τού τοίχου ή επιτραπέζιος αρχ. (στους Ρωμαίους) πιστωτικό βιβλίο στο οποίο οι ιδιώτες έγραφαν την κίνηση τών έντοκων κεφαλαίων τους … Dictionary of Greek
αλμανάκι — το [αλμανάκ] ημερολόγιο, καλαντάρι … Dictionary of Greek
καζαμίας — Τύπος λαϊκού ημερολογίου, είδος αλμανάκ. Βλ. λ. αλμανάκ. * * * ο τίτλος μικρού λαϊκού ημερολογίου που περιέχει προφητείες, ανέκδοτα κ.λπ., ημερολόγιο, καλαντάρι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. Casamia, όν. ανύπαρκτου αστρολόγου, το οποίο έμπαινε ως τίτλος… … Dictionary of Greek
καλανδάρι — το βλ. καλαντάρι … Dictionary of Greek
καλανδολόγιον — καλανδολόγιον, τὸ (Μ [κάλανδα] το ημερολόγιο που καταρτιζόταν από τους αστρολόγους, το καλαντάρι, όπως ο σημερινός καζαμίας … Dictionary of Greek
καλενδάρι(ον) — το (Α καλενδάριον) βλ. καλαντάρι … Dictionary of Greek
πρωτομαρτιά — η, Ν 1. η πρώτη μέρα τού Μαρτίου 2. (λαογρ.) (στο λαϊκό καλαντάρι) μέρα που έχει τη σημασία πρωτοχρονιάς, καθώς ο Μάρτιος είναι ο πρώτος ανοιξιάτικος μήνας, ενώ παλαιότερα θεωρούνταν και ως ο πρώτος μήνας τού χρόνου, γεγονός που συνετέλεσε στη… … Dictionary of Greek